μαγαζάτορας

μαγαζάτορας
sklepikarz (m) rzecz.

Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαγαζάτορας — ο ο ιδιοκτήτης μαγαζιού, ο καταστηματάρχης: Δούλεψε σκληρά μέχρι να γίνει από υπάλληλος μαγαζάτορας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαγαζάτορας — ο ιδιοκτήτης ή διευθυντής μαγαζιού, καταστήματος πώλησης ή εργαστηρίου, μικροκαταστηματάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγαζί + κατάλ. άτορας (πρβλ. εστι άτορας, συμβουλ άτορας)] …   Dictionary of Greek

  • -άτορας — κατάλ. αρσ. ουσιαστικών της μεσαιωνικής και κυρίως της νέας Ελληνικής με μικρή παραγωγικότητα. Η κατάλ. αυτή συνάπτεται τόσο με ουσιαστικά (πρβλ. άλογο αλογάτορας, μαγαζί μαγαζάτορας, αποστολή αποστολάτορας, παιγνίδι παιγνιδάτορας, νοίκι… …   Dictionary of Greek

  • αλογάτορας — ο ο αλογάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τής λ. αλόγατα, παρεκτεταμένος τ. πληθ. τού ουσ. άλογο ή απευθείας από τον τ. άλογο + παράγων, κατάλ. άτορας (πρβλ. μαγαζί μαγαζάτορας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”